Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

132 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη

Ήταν 18 του Φλεβάρη στα 1883, Παρασκευή, ημέρα των ψυχών. Η γριά μαμή «τον φούχτωσε στα χέρια της, τον πήγε στο φως και τον κοίταξε καλά καλά, σαν να ’βλεπε λες μυστικά σημάδια απάνω του, τον σήκωσε αψηλά κι είπε: “Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα γίνει δεσπότης”»...Αναφορά στον Γκρέκο…



Κι εκείνος αργότερα έγραψε πάλι εκείνη την φράση που τον συντρόφεψε σ’ όλη του τη ζωή: «Φτάσε όπου δεν μπορείς…» κι έφτασε, ταξιδεύοντας, στα πέρατα του κόσμου, ο ίδιος αλλά και τα βιβλία του.

Τι να πει κανείς για τον Νίκο Καζαντζάκη. Έχουν γραφτεί χιλιάδες γραμμές, ωστόσο μια μικρή αναδρομή στη ζωή του θα μας θυμίσει πως ήταν η πορεία του μέσα στο χρόνο και στο πέρασμά του από τούτο τον κόσμο…

"... Μια αστραπή η ζωή μας ...μα προλαβαίνουμε... Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ..."



Γεννήθηκε σαν σήμερα, πριν από 132 χρόνια… Ο πατέρας του, Μιχάλης Καζαντζάκης, ήταν έμπορος γεωργικών προϊόντων και καταγόταν από τους Βαρβάρους, όπου σήμερα βρίσκεται το Μουσείο Καζαντζάκη. Μητέρα του ήταν η Μαρία το γένος Χριστοδουλάκη. Παρακολουθεί τα μαθήματα της στοιχειώδους εκπαίδευσης στη γενέτειρά του το Ηράκλειο. ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην  Νάξο, όπου καταφεύγει η οικογένεια προς αποφυγή αντιποίνων λόγω της Κρητικής επανάστασης που ξεσπά στο νησί.  Στα 1902 έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά.

Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και το πρώτο του μυθιστόρημα Όφις και Kρίνο ,με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη.

Το 1907 ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στα νομικά, στο Παρίσι. Παράλληλα, παρακολούθησε τις διαλέξεις του υπαρξιστή φιλόσοφου Ανρί Μπερξόν και μελέτησε το έργο του Νίτσε. Και οι δύο αυτοί φιλόσοφοι άσκησαν τεράστια επίδραση πάνω του.

« …Όταν την άλλη μέρα πήγαινα και άκουγα τη μαγική φωνή του Μπέρξον, η καρδιά μου γαλήνευε πάλι. Ξόρκι μαυλιστικό τα λόγια του, μια μικρή πόρτα άνοιγε στα σπλάχνα της ανάγκης κι έμπαινε φως. Μα έλειπε η πληγή, το αίμα, ο μέγας αναστεναγμός που γοήτευε τη νιότη και ξαναπήγαινα κάτω από τις καστανιές, να συναντήσω τον άλλο, αυτόν που πλήγωνε , τον Νίτσε…»

Το 1909, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εκδίδει τη διδακτορική διατριβή του «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Κερδίζει το ψωμί του από τις μεταφράσεις και συζεί με τη συμπατριώτισσά του διανοούμενη Γαλάτεια Αλεξίου. Συμμετέχει στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, της σημαντικότερης ομάδας πίεσης για την καθιέρωση της Δημοτικής. Στα 1910  δημοσιεύεται η τραγωδία του «ο Πρωτομάστορας ».

«Αν μπορείς κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει…» Αναφορά στον Γκρέκο.



Το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, κι αυτό γιατί φοβόταν τον πατέρα του, που δεν ήθελε για νύφη τη Γαλάτεια. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχτηκε εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου με την Γαλάτεια, τον γιατρό Μάρκο Αυγέρη, τον φιλόλογο Κώστα Βάρναλη και τον Φαρμακοπειό Χαρίλαο Στεφανίδη παραθερίζουν για δεύτερη φορά στο χωρίο Κράσι.

Πιο δυνατή η ψυχή από την ανάγκη, και δε συχωρνάει…!( Αδερφοφάδες)

Στη συνέχεια, πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγια του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν. Το 1915 άρχισε μια επιχείρηση ξυλείας, που απέτυχε, στο Άγιο Όρος, μαζί με τον Ιωάννη Σκορδίλη.

Το 1917 σ ένα γραφικό λιμανάκι κοντά στη Μάνη  προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ένα λιγνιτωρυχείο  και προσλαμβάνει έναν εργάτη με το όνομα  Γιώργη Ζορμπά. Οι εμπειρίες αυτές θα μετουσιωθούν αργότερα στο μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που αναφέρεται στη φιλία ενός διανοούμενου μ' έναν πρωτόγονο λαϊκό άνθρωπο, γεμάτο όρεξη για ζωή. Ο χαρακτήρας του Ζορμπά είναι η προσωποποίηση της μπερξονικής ιδέας της «ζωικής ορμής».

Το 1918 γνωρίζει και συνδέεται αισθηματικά με την Έλλη Λαμπρίδου.

Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη.

Το 1921 πραγματοποιεί διάφορες εκδρομές στην Κρήτη και συγκεκριμένα κοντά στο αγαπημένο του Κράσι παρέα με τον Λευτέρη Αλεξίου.Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Φρόυντ και τις βουδιστικές γραφές. Επισκέφτηκε ακόμα τη Γερμανία, ενώ το 1924 έμεινε για τρεις μήνες στην Ιταλία. Την περίοδο 1923-1926 πραγματοποίησε επίσης αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την Ισπανία, όπου του παραχώρησε συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα. Τον Οκτώβριο του 1926 πήγε στη Ρώμη και πήρε συνέντευξη από τον Μπενίτο Μουσολίνι.



Επίσης, εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ελεύθερος Τύπος και Η Καθημερινή. Είχε, βέβαια, γνωριστεί με την Ελένη Σαμίου, το 1924, - το διαζύγιο με την Γαλάτεια εκδόθηκε το 1926 - με την οποία έζησε 21 χρόνια χωρίς γάμο. Παντρεύτηκαν το 1945 κι αυτό γιατί με τον καλό του φίλο, τον Άγγελο Σικελιανό και τη δεύτερη γυναίκα του, θα πήγαιναν στις ΗΠΑ. Τον Αύγουστο του 1924, ο Καζαντζάκης φυλακίστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων. Σ' αυτό το επεισόδιο αναφέρεται ο Παντελής Πρεβελάκης και η Έλλη Αλεξίου.

«…Η ευτυχία απάνω στη γης είναι κομμένη στο μπόι του ανθρώπου. Δεν είναι σπάνιο πουλί να το κυνηγούμε πότε στον ουρανό, πότε στο μυαλό μας. Η ευτυχία είναι ένα κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας…» Αναφορά στον Γκρέκο

Τον Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της Οδύσσειας.

Σ΄ένα γράμμα του στην Ελένη Σαμίου γράφει « …Μ΄ έχει πάλι κυριεύσει το αιμοβόρο, αρπαχτικό πουλί, το πνέμα! Ολημέρα σκυμμένος απάνω στο χαρτί, σπαράζουμε και υποφέρω…».

Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του Ταξιδεύοντας, ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γλυνού, δημοσίευσε την Aσκητική, το φιλοσοφικό του έργο.

«...Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω…»Ασκητική

Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης φεύγει για τη Μόσχα προσκαλεσμένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα.

«…Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν'αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!...» Ασκητική

Τον Ιανουάριο του 1928 στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, μιλάνε εξυμνώντας τη Σοβιετική Ένωση, ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι. Στο τέλος της ομιλίας έγινε και διαδήλωση. Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης Δημήτρης Γληνός διώχθηκαν δικαστικά. Η δίκη ορίσθηκε στις 3 Απριλίου, αναβλήθηκε μερικές φορές και δεν έγινε ποτέ. Τον Απρίλιο, ο Καζαντζάκης, ξαναβρέθηκε στη Ρωσία, όπου ολοκλήρωσε ένα κινηματογραφικό σενάριο με θέμα τη Ρωσική Επανάσταση. Τον Μάιο του 1929 απομονώθηκε σε ένα αγρόκτημα στην Τσεχοσλοβακία, όπου ολοκλήρωσε στα γαλλικά τα μυθιστορήματα Toda-Raba (μετονομασία του αρχικού τίτλου Moscou a crie) και Kapetan Elia. Τα έργα αυτά εντάσσονταν στην προσπάθεια του Καζαντζάκη να καταξιωθεί διεθνώς ως συγγραφέας. Η γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος Toda-Raba έγινε με το ψευδώνυμο Νικολάι Καζάν.

Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης για αθεϊσμό, για την «Ασκητική». Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ.

«…Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν'αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!...» Ασκητική

To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού. Mετέφρασε ακόμα τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Επίσης, έγραψε ένα μέρος των ωδών, που τα ονόμασε "κάντα". Αυτά ενσωματώθηκαν, αργότερα, σ' έναν τόμο με τον τίτλο Τερτσίνες (1960). Αργότερα, ταξίδεψε στην Ισπανία ξεκινώντας παράλληλα τη μετάφραση έργων Ισπανών ποιητών. Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Κίνα εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα.

«…Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες.Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια…» Ασκητική

Το 1938 ολοκλήρωσε την Οδύσσεια, ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της Οδύσσειας του Ομήρου, αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες.

«…Μια μέρα οι τσουκνίδες ρώτησαν την τριανταφυλλιά :Κυρά τριανταφυλλιά, δε μας μαθαίνει κι εμάς το μυστικό; Πως φτιάχνεις το τριαντάφυλλο; Πολύ απλό ΄ναι το μυστικό μου αδελφές μου τσουκνίδες… Ολάκερο τον χειμώνα δουλεύω με υπομονή, μ΄ εμπιστοσύνη, με αγάπη το χώμα κι ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Με δέρνουν οι βροχές , με σουρομαδούν οι άνεμοι, με πλακώνουν τα χιόνια, μα εγώ ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Αυτό ΄ναι το μυστικό μου αδελφές μου τσουκνίδες… Εμείς οι άνθρωποι το λέμε παραμύθι … Η τριανταφυλλιά το λέει τριαντάφυλλο  …» .Έτσι κι ο σπόρος της Οδύσσειας φυτρώνει στην ψυχή του Καζαντζάκη…



Η «Οδύσσεια» είχε φτάσει τους 42.000 στίχους. Αφαίρεσε, όμως, μερικές χιλιάδες ο Καζαντζάκης, γιατί θεωρούσε γούρικο αριθμό το 3. Για το έργο αυτό ο Καζαντζάκης εργαζόταν για δεκατρία χρόνια και πριν την τελική του μορφή προηγήθηκαν οκτώ αναθεωρημένες γραφές. Η πρώτη αυτοέκδοση της «Οδύσσειας» έγινε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1938 με χρήματα της Αμερικανίδας Joe MacLeod. Το ίδιο διάστημα, πλήθος κειμένων του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά, ενώ το μυθιστόρημά του Ο Βραχόκηπος, που το είχε γράψει στα Γαλλικά, εκδόθηκε στην Ολλανδία και τη Χιλή. Κατά την περίοδο της κατοχής, συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για την μετάφραση της Ιλιάδας. Το 1943 ολοκλήρωσε το γράψιμο του μυθιστορήματός του «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.

Τρεις φορές προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ. Την πρώτη απ' την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που τον έχει Πρόεδρο, έχοντας συνυποψήφιό του τον Άγγελο Σικελιανό. Επίσης δυο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ όμως απ' την Ακαδημία της Αθήνας. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.





Το 1952 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι, ωστόσο τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει στην Αντίμπ, στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία επιχειρούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα του «Kαπετάν Mιχάλη» (αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα για το Ηράκλειο της παιδικής του ηλικίας) και του «Τελευταίου Πειρασμού» (μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον Χριστό, που παλεύει μεταξύ της θείας και ανθρώπινης Φύσης του), που δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.

«…Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά…» Ν. Καζαντζάκης

Ο «Τελευταίος Πειρασμός» συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index, με τη φράση του χριστιανού απολογητού Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».

«…Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν' αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα…»Ασκητική

Στις αρχές του 1954 δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το μυθιστόρημά του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», που ανακηρύχθηκε το καλύτερο ξένο βιβλίο εκείνης της χρονιάς. Το 1955 ανέλαβε μαζί με τον Κακριδή την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, με προσωπικά τους έξοδα, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο «Τελευταίος Πειρασμός». Τη χρονιά αυτή αρχίζει να γράφει στο Λουγκάνο της Ελβετίας το έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο», την πνευματική του αυτοβιογραφία.

«…Μαζεύω τα σύνεργά μου: Όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδυασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε…» Αναφορά στον Γκρέκο

Απόσπασμα από συνέντευξη του Ν. Καζαντζάκη στον Pierre Sipriot, Γαλλική Ραδιοφωνία (Παρίσι), 6 Μαΐου 1955



Ο Ν. Καζαντζάκης μιλάει για την Κρήτη



"…Δεν βλέπω την Κρήτη σαν ένα πράγμα γραφικό και χαμογελαστό. Αυστηρή είν' η μορφή της. Σκαμμένη από τον αγώνα και τον πόνο. Αυτό το νησί, μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής, ήταν προορισμένο από τη γεωγραφική του θέση να γίνει η γέφυρα ανάμεσα σ' αυτές τις τρεις ηπείρους. Να γιατί η Κρήτη υπήρξε η πρώτη γη της Ευρώπης που δέχθηκε το φως του πολιτισμού που ήρθε από την ανατολή. Δυο χιλιάδες χρόνια πριν το ελληνικό θαύμα, ανθούσε στην Κρήτη αυτός ο μυστηριώδης πολιτισμός, ο λεγόμενος αιγαιακός, ακόμα βουβός, γεμάτος από ζωή, μεθυσμένος από χρώματα, με φινέτσα και γούστο που ξαφνιάζουν και προκαλούν τον θαυμασμό. Μάταια αντιστεκόμαστε στο ίχνος του παρελθόντος. Υπάρχει μια έκκριση, νομίζω, μια μαγική έκκριση που ακτινοβολεί από τ' αρχαία χώματα που πάλεψαν και υπέφεραν πολύ. Σαν κάτι να έμεινε μετά την εξάφανιση των λαών που αγωνίσθηκαν, έκλαψαν κι αγάπησαν σ' ένα κομμάτι γης.

Αυτή η ακτινοβολία των περασμένων καιρών είναι εξαιρετικά έντονη στην Κρήτη. Σας διαπερνά μόλις πατήσετε την Κρητική γη. Ύστερα ένα άλλο συναίσθημα, πιο συγκεκριμένο, σας καταλαμβάνει. Όποιος γνωρίζει την τραγική ιστορία των τελευταίων αιώνων αυτού του νησιού καθηλώνεται όταν αναλογίζεται το λυσσαλέο αγώνα πάνω σ' αυτή τη γη ανάμεσα στον άνθρωπο που μάχεται για την ελευθερία του και στον καταπιεστή που μαίνεται για να τον συνθλίψει. Οι Κρητικοί αυτοί έχουν τόσο εξοικειωθεί με το θάνατο που δεν τον φοβούνται πια. Υπέφεραν τόσο επί αιώνες, διαπίστωσαν τόσες φορές ότι ο ίδιος ο θάνατος δεν μπορεί να τους καταβάλει, που έφτασαν στη διαπίστωση ότι ο θάνατος είναι απαραίτητος για το θρίαμβο του ιδανικού τους, ότι στην κορυφή της απελπισίας αρχίζει η σωτηρία. Ναι, είναι δύσκολο να τη μασήσεις την αλήθεια. Αλλά οι Κρητικοί, σκληραγωγημένοι από τον αγώνα, λαίμαργοι για ζωή, την καταπίνουν σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό.

«Πώς σου φάνηκε η ζωή, παππού;» ρώτησα μια μέρα ένα γέρο Κρητικό, εκατοχρονίτη, γεμάτο παλιές πληγές, τυφλό. Ζεσταίνονταν στον ήλιο, κουκουβιστός στο κατώφλι της καλύβας του. Ήταν περήφανος στ' αυτιά, όπως λέμε στην Κρήτη. Δεν άκουε καλά. Τού επανέλαβα την ερώτηση:

«Πώς σου φάνηκε η μεγάλη σου ζωή, τα εκατό σου χρόνια, παππού;

Σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό» μου απάντησε.

«Και διψάς ακόμα παππού;» Σήκωσε απότομα το χέρι.

«Καταραμένος αυτός που πια δε διψάει» φώναξε.

Αυτοί είναι οι Κρητικοί. Πώς να μη τους κάνω σύμβολο;…»



Έπειτα από ένα δεύτερο ταξίδι στην Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης, επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του και νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη και το Φράιμπουργκ. Πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα, αλλά η Εκκλησία της Ελλάδας αρνήθηκε να την εκθέσει σε προσκύνημα. Η σορός του μεταφέρθηκε και εκτέθηκε στον μητροπολιτικό ναό του Ηρακλείου, με την έγκριση του Μητροπολίτη της Κρήτης Ευγένιου που αψήφησε τις απειλές της Ιεραρχίας και έψαλε μια σύντομη επιμνημόσυνο δέηση. Βρακοφόροι Κρητικοί και κοπελιές του Λυκείου με εθνικές ενδυμασίες και μαύρες μαντίλες στάθηκαν δίπλα στο φέρετρο. Εκατοντάδες στέφανα κατατέθηκαν στην τιμή του Κρητικού και το λαϊκό προσκύνημα κράτησε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.



Την επόμενη μέρα στις 5 Νοεμβρίου έγινε η ταφή. Κάθε δρόμος και σοκάκι του Κάστρου είχε σκεπαστεί από μια τεράστια πυκνή ανθρωποθάλασσα που θρηνούσε σιωπηλά και με αξιοπρέπεια τον μεγάλο νεκρό. Στα μπαλκόνια και καταστήματα κυμάτιζαν Εθνικές θλιμμένες σημαίες. Έκλεισαν τα σχολειά , άνοιξαν παράθυρα και πόρτες και ξεμύτισαν έξω οι Καστρινοί για να αποχαιρετήσουν τον συμπατριώτη τους.

Ο Μητροπολίτης Ευγένιος έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία παρουσία του πρωτοσύγκελου αρχιμανδρίτη Φιλόθεου Βουζουνεράκη (μετέπειτα μητροπολίτη Ιεραπύτνης και Σητείας) Ο δήμαρχος του Ηρακλείου, ο συναρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου, Ο Νορβηγός συγγραφέας Μαξ Ταου, πρυτάνεις του Πανεπιστημίου, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και διάφοροι λογοτεχνικοί σύλλογοι προσφώνησαν και τίμησαν με γενναιοδωρία τον μεγαλύτερο λογοτέχνη του αιώνα μας.

Και η πομπή περνώντας από τους πιο κεντρικούς δρόμους του Ηράκλειου κατευθύνθηκε στον προμαχώνα του Μαρτινέγκο. « Στάθηκε αψηλά», όπως γράφει ο ίδιος , « σε μια τάπια χορταριασμένη. Κοίταξε πέρα το πέλαο , χοχλακιαστό , κατάμπλαβο, να στραταλίζει στον ήλιο και να χαίρεται,πέρα, καταβορρά, κατά την Ελλάδα…»

Στον τάφο του, χαράχθηκε η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος».

ΠΗΓΕΣ :

Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ»

Νέα Εστία, Ν.Καζαντζάκης

Wikipedia.gr

Sanshmera.gr

Ιστορικό Μουσείο Κρήτης

Κώστας Μπογδανίδης

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (6/11/1957)

Νίκος Καζαντζάκης, Η μορφή και το έργο του, Γεωρ. Παναγιωτάκη, Κρήτη 2001

Cretalive.gr