Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ


Βίος Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου
Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης εορτάζει στις 3 Οκτωβρίου και είναι ο πολιούχος Άγιος των Αθηνών.



Άρειος Πάγος
Όταν η Ελλάς κατελήφθη από τους Ρωμαίους, έγινε μια Ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Αχαΐα. Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν την ένδοξη, ιστορία της πόλεως της Αθήνας. Γι αυτό και της
διατήρησαν όλα τα προνόμια, μεταξύ των οποίων, το και κυριώτερο, τον Άρειον Πάγον.



Η Αρετή του Αρεοπαγίτου Διονυσίου
Ο Άγιος Διονύσιος καταγόταν από την Αθήνα. Από την μικρή του ηλικία επιδόθηκε, στα γράμματα και στην φιλοσοφία. Οι γονείς του ήταν από τούς άρχοντας της πόλεως των
Αθηνών. Για τα προσόντα του, του έδωκαν την Θέσιν ενός από τους εννέα βουλευτάς του ανωτάτου δικαστηρίου, του Αρείου Πάγου.
Ο Διονύσιος, αν και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, αν και ανατράφηκε μέσα σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, εν τούτοις διεκρίνετο για τη σύνεση και τις αρετές του. Ήταν
ηθικότατος και ζούσε σαν χριστιανός και προτού γίνει χριστιανός. Διέφερε από τους Χριστιανούς μόνον, ως προς το πιστεύω, ενώ κατά τον τρόπον της ζωής και κατά τα έργα του,
έμοιαζε καταπληκτικά με τούς Χριστιανούς. Παρ' ότι ήταν ειδωλολάτρης, εν τούτοις έκαμνε αυτά, πού του έλεγε ο νόμος της συνειδήσεως, ο άγραφος αυτός νόμος του Θεού. Δίκαζε
πολύ δίκαια, και όλοι τον θαύμαζαν, για τη δικαιοσύνη του.

«Ή Θεός πάσχει ή το παν απόλλυται»
Όταν ο Άγιος Διονύσιος ήταν νέος, πήγε με άλλους συμπατριώτες του στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, για ανώτερες μελέτες. Ήτανε τότε ακριβώς η εποχή, πού σταύρωσαν οι
θεομάχοι Εβραίοι τον Χριστό μας. Όταν όμως σκοτίσθηκε ο ήλιος την Μ. Παρασκευή το μεσημέρι και εγένετο σκότος εφ' όλην την γήν, είδε στην Ηλιούπολη ο Διονύσιος το
θαυμαστό κι υπερφυσικό σκοτισμό του ήλιου. Του έκαμε κατάπληξη το πρωτοφανές αυτό γεγονός, θαύμασε και είπε:
«Ή Θεός πάσχει ή τ ο πάν απόλλυται». Δηλαδή ή ο Θεός υποφέρει ή χάνεται το πάν. Τόσο δε πολύ του έκαμε εντύπωση το γεγονός αυτό, ώστε η ημερομηνία, κι η ώρα, πού
συνέβη τούτο, του έμειναν για πάντα ανεξάλειπτα στη μνήμη του. Γι αυτό ήθελε να μάθη κάποτε τη σημασία του σκοτισμού αυτού του ηλίου.
Μετά από τις επιτυχείς σπουδές του γύρισε πάλι στην Αθήνα. Εξακολούθησε το έργον του αρεοπαγίτου. Απένειμε το δίκαιο στον καθένα, πού τον αδικούσαν οι άλλοι.

Ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο
Ανέβηκε ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο να μιλήσει στους σοφούς Αθηναίους. Παίρνοντας αφορμή από τον βωμόν Αγνώστου Θεού, εβροντοφώνησε τον υπέροχον εκείνον
λόγον εις τον Άρειον Πάγον.
Ο λόγος αυτός είχε σαν αποτέλεσμα να πιστέψουν ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης, μία γυναίκα, πού την λέγανε Δάμαρι και μερικοί άλλοι.

Ο Διονύσιος ακολουθεί το Χριστό
Αυτός ανταποκρίθηκε ευχαρίστως στο κάλεσμα του Ουρανίου Πατρός. Με την διορατικότητα του, αμέσως διέκρινε την αλήθεια αυτών, πού κήρυττε ο Απόστολος Παύλος. Και χωρίς
πολλές περιστροφές και σκέψεις, πίστεψε στο Χριστό αμέσως.
Μετά απ’ αυτά φιλοξένησε τον Απόστολο στο σπίτι του. Εκεί είχε την ευκαιρία, ν' ακούσει με κάθε λεπτομέρεια τα περί, της Θείας Οικονομίας. Δηλαδή για την ενσάρκωση τού Υιού
του Θεού, για το Πάθος και την Ανάσταση Του. Μόλις όμως άκουσε για τον σκοτισμό του ηλίου, πού έγινε την ώρα της Σταυρώσεως, θυμήθηκε το γεγονός, του οποίου έγινε
αυτόπτης μάρτυς, στην Αίγυπτο. Τώρα πια δεν είχε καμιά αμφιβολία, ότι ο Χριστός, πού κήρυττε ο Παύλος ήταν ο Αληθινός Θεός. Από τότε, ο Διονύσιος δόθηκε πλέον
ολοκληρωτικά στο Χριστό και βαπτίσθηκε, με την οικογένειά του κατά το έτος 52 μ.Χ.
Και πολλοί άλλοι Αθηναίοι, βλέποντας τον Διονύσιο να απαρνείται τα είδωλα τα αρνήθηκαν και αυτοί και βαπτίσθηκαν.



Επίσκοπος Αθηνών
Έπειτα απ’ αυτά ο μέγας των Εθνών κήρυξ και Απόστολος Παύλος χειροτόνησε τον Άγιο Ιερόθεο πρώτον Επίσκοπο των Αθηνών. Αυτός με τη σειρά του δίδαξε περισσότερο τον
Διονύσιο, τον οποίον κι' άφησε διάδοχο του. Έτσι ο Άγιος Διονύσιος γίνεται επίσκοπος της ενδόξου πόλεως των Αθηνών. Ως επίσκοπος εργάσθηκε με όλες του τις δυνάμεις διά να
γνωρίζουν τα πλήθη την πίστ του Χριστού. Αφού έγινε Χριστιανός τα ενδιαφέροντά του στράφηκαν ολοκληρωτικά προς την ουράνια και θεία φιλοσοφία. Γι αυτό ο Άγιος έγραψε τα
πιο κάτω πολύτιμα συγγράμματα:
1. Περί ουρανίου Ιεραρχίας των υπερκοσμίων αγγέλων.
2. Περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας.
3. Περί Θείων ονομάτων.
4. Περί Καταφατικής κι Αποφατικής θεολογίας.

Συνάντησε τη Θεοτόκο
Ο Άγιος Διονύσιος είχε πολλή αγάπη προς τον Χριστό και όταν έμαθε, ότι ζούσε ακόμη η Αειπάρθενος Μητέρα Του, η Θεοτόκος, επήγε στα Ιεροσόλυμα να την επισκεφθεί. Μόλις
την είδε, είπε ότι το παρουσιαστικό της, τα χαρακτηριστικά της, η όλη εμφάνιση της μαρτυρούν, ότι είναι πράγματι Μητέρα Θεού. Εκεί έμεινε λίγες ημέρες, χάρηκε πολύ και
ωφελήθηκε μεγάλως από την Παναγίαν.
Εν συνεχεία επήγε σε διάφορες πόλεις και χώρες και κήρυξε το Ευαγγέλιο. Επέστρεψε όμως πάλιν εις την Αθήνα και εποίμαινε τους πιστούς.
Στα Ιεροσόλυμα ξαναβρέθηκε, όταν εκοιμήθη η Κυρία Θεοτόκος και εξεδήμησε προς τον Υιόν και τον Θεόν της. Τότε ηρπάγη και αυτός όπως οι Απόστολοι και άλλοι Ιεράρχαι, εν
νεφέλαις και αιθερίως μετέβη και παρέστη εις την κηδείαν της Παναγίας.
Εργαζόταν ακατάπαυστα στην Αθήνα να κατηχεί και διδάσκει τους Χριστιανούς. Έβαλε ως σκοπό του το ξερίζωμα. της ειδωλολατρίας.

Εγκαθίσταται στο Παρίσι
Κατ' αρχάς περιόδευσε σε πολλούς τόπους με τούς μαθητές του, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού. Στο τέλος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, την πρωτεύουσα της
Γαλλίας, το Παρίσι τότε ήταν μικρή μεν πόλις, αλλά ωραία. Εκεί, λοιπόν, σε κάποιο μέρος του Παρισιού ο σοφός Διονύσιος έχτισε μια μικρή Εκκλησία. Εκεί ήταν το αποστολικό
του κέντρο οπού ιερουργούσε, κήρυττε και θαυματουργούσε.
Εκεί πολλοί ειδωλολάτρες αποστρέφονταν τα είδωλα και πρόστρεχαν και πίστευαν στον Χριστό. Εκεί κουράστηκε και δεινοπάθησε πολύ, διότι, ως γνωστόν, το έργον του
ευσυνείδητου διδασκάλου δεν ήταν απλό και εύκολο.



Μπροστά στον κριτή
Ο διάβολος, φυσικά, μισεί ανέκαθεν το καλό. Δεν μπορούσε, λοιπόν να υποφέρει την τόση ζημιά, πού πάθαινε από τον Αγ. Διονύσιο. Δεν μπορούσε να βλέπει απαθής τον Άγιο
Διονύσιο να παίρνει τούς ανθρώπους του και να τούς πηγαίνει στο Χριστό. Γι' αυτό και παρακίνησε μερικά όργανα του να τον καταγγείλουν στον Αυτοκράτορα Δομετιανό, πού
βασίλεψε το 82 μ.Χ., ότι δεν σέβεται τον Αυτοκράτορα, δεν προσκυνάει τούς θεούς και ότι κηρύττει ε να νεώτερον δικό του Θεό.
Τότε ο Δομετιανός έδωσε εντολή στον επίτροπο να συλλάβει τον Άγιο Διονύσιο. Έτσι και έγινε. Τότε ο κριτής προσπάθησε να αλλάξει τον Άγιο, αλλά ο Άγιος με ανδρεία του είπε
τα εξής:
«Ομολογουμένως πόση μεγάλη άγνοια έχετε να νομίζετε θεούς και να προσκυνάτε λιθάρια και ξύλα αναίσθητα! Πόσο πίσω είστε να λέτε, ότι υπήρξαν και υπάρχουν θεοί πόρνοι
και φιλήδονοι και φονείς. Είναι, ντροπή να λέτε ότι πιστεύετε για θεούς ψεύτικα ή αληθινά πρόσωπα γεμάτα βούρκο, κακία και αμαρτία, πρόσωπα πού έκαμαν τόσες αισχρότητες,
πού ντρέπομαι να τις πω, για να μη μολύνω τα χείλη μου.

Ο Αποκεφαλισμός
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο Τύραννος έδωσε αμέσως εντολή να αποκεφαλίσουν τον Άγιο Διονύσιο και μαζί του να αποκεφαλίσουν τον Ρουστικό και τον Ελευθέριο.
Ήταν η 3η Οκτωβρίου του 96 μ.Χ. κατά. το τελευταίο έτος βασιλείας του Δομετιανού.

Βαδίζει με κομμένο το κεφάλι του!
Τότε όμως επακολούθησε ένα θαύμα σπουδαίο και παράδοξο. Μόλις αποκεφαλίσθηκε ο Αγ. Διονύσιος έσκυψε, σαν να ήτανε. ζωντανός, και πήρε στα χέρια του την αγία του
κεφαλή και περπάτησε περίπου δύο μίλια. Εκεί συνάντησε κάποια ενάρετη γυναίκα, Κατούλαν ονόματι. Σταμάτησε και την τοποθέτησε στα χέρια της, σαν θησαυρόν πολύτιμον.
Αισθάνθηκε μεγάλη χαρά η ευτυχισμένη εκείνη γυναίκα, για το θησαυρό, πού της παρέδωσε η Θεία Πρόνοια, κατά θείαν οικονομίαν. Επήγε μάλιστα και αγόρασε και τα άλλα δύο
λείψανα από τούς δήμιους. Ο τύραννος, βεβαίως, είχε διατάξει να μείνουν άταφα για να τα φάνε τα θηρία. Η ευγενής όμως Κάτουλα πήρε την νύκτα τούς φύλακας και τούς έκαμε
πλούσιο τραπέζι. Εκείνοι μέθυσαν και στο μεθύσι τους επάνω, αφού πήρανε και αρκετά χρήματα, της έδωσαν τα άγια λείψανα.
Η μακαρία Κάτουλα τα παρέλαβε, και τα ενταφίασε έξω των Παρισίων. Κατόπιν οι Χριστιανοί εκεί έκτισαν και ναό εις τιμήν των Αγίων αυτών, ο οποίος σώζεται, όπως λέγουν,
σήμερον.
Η χαριτόβρυτος κάρα του Αγ. Διονυσίου σώζεται εις την Ιερά Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους Τήν αφιέρωσε με χρυσόβουλον βασιλικόν ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός.