Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Μνήμην επιτελούμεν πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων ευσεβών πατέρων και αδελφών ημών.

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Το Σάββατον προ της Απόκρεω, Μνήμην επιτελούμεν πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων ευσεβών πατέρων και αδελφών ημών.

Αμνημόνησον πταισμάτων νεκροίς, Λόγε,
Τα χρηστά νεκρά σπλάγχνα Σου μη δεικνύων.

Το Σάββατον αυτό, που προηγείται της Κυριακής της Δευτέρας Παρουσίας, οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, να επιτελώμεν μνήμην όλων των απ’ αιώνως ευσεβώς τελευτησάντων ανθρώπων, από φιλανθρωπίαν εις τούτο κινούμενοι. Επειδή γαρ ανάμεσα εις τόσων λογιών θανάτους, που συμβαίνουν εις τους ανθρώπους, ίσως πολλοί πένητες και άποροι, δεν ηξιώθησαν των εκκλησιαστικών ψαλμωδιών και μνημοσύνων, δια τούτο οι θείοι Πατέρες διέταξαν, να κάμνη η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία μνημόσυνα κοινά δια όλους, δια να περιλαμβάνωνται μέσα εις τα κοινά και όσοι κατά μέρος δεν έτυχον των συνήθων μνημοσύνων, από κάποιαν αφορμήν. Ταύτην δε την περί των μνημοσύνων διάταξιν, από τους Ιερούς Αποστόλους έλαβον οι Πατέρες, κατά παράδοσιν, διδάσκοντες ότι τα υπέρ των κεκοιμημένων γινόμενα, μεγάλην εις αυτούς προξενούν ωφέλειαν.


Λοιπόν, κατά ένα τρόπον, τούτον οπού είπομεν, η του Θεού Εκκλησία επιτελεί σήμερον τα κοινά μνημόσυνα, κατά δεύτερον δε, επειδή έμελλον την αύριον, δηλαδή την Κυριακήν, να βάλουν την Δευτέραν του Χριστού Παρουσίαν, έτσι αρμοδίως, εδιώρισαν να γίνωνται σήμερον όλων των ψυχών τα μνημόσυνα, τρόπον τινά δεόμενοι και παρακαλούντες τον φοβερόν και αλάνθαστον Κριτήν να γίνη ίλεως προς αυτούς, δείχνοντας προς αυτούς την φυσικήν του συμπάθειαν, και να τους κατατάξη εις εκείνην την τρυφήν, την οποίαν ο ίδιος υπέσχετο. Και κατά άλλον τρόπον ακόμα, επειδή σκοπόν έχουν οι Άγιοι εις την ερχομένην Κυριακήν να βάλουν και την εξορίαν του Αδάμ, τρόπον τινά προεπινοούν, ωσάν μίαν κατάπαυσιν και τέλος όλων των ανθρωπίνων, με την σημερινήν κατάπαυσιν, δια να αρχίσουν εκείθεν, ήτοι από την εξορίαν του Αδάμ ωσάν από αρχήν, επειδή το πλέον ολουστερινόν από όλα του κόσμου τούτου, η εξέτασις είναι των εδικών μας πράξεων, που μέλλει να γένη από τον αδέκαστον Κριτήν.

Εν Σαββάτω δε πάντοτε κοινώς μνημονεύομεν των ψυχών, επειδή το Σάββατον όπου είναι όνομα εβραϊκόν, θέλει να ειπή κατάπαυσις. Και λοιπόν, επειδή και οι απεθαμμένοι έπαυσαν από τα βιωτικά, και από όλα τα άλλα, δηλαδή φροντίδας και περισπασμούς, δια τούτο και εις την ημέραν, που σημαίνει κατάπαυσιν, κάνομεν υπέρ αυτών τας δεήσεις. Και τούτο επεκράτησε να γίνεται, ως είπομεν, κάθε Σάββατον, αλλά εις το σημερινόν Σάββατον κοινώς και καθόλου μνημονεύομεν δεόμενοι του Θεού δι όλους τους ευσεβείς. Διατί, με το να ηξεύρουν καλώς οι θείοι Πατέρες ότι τα γινόμενα υπέρ των κεκοιμημένων, μνημόσυνα δηλαδή, και ελεημοσύναι και λειτουργίαι, μεγάλην ωφέλειαν προξενούν εις αυτούς, δια τούτο παρακινούν και διδάσκουν, και μερικώς καθ’ ένας να τα κάνη δια τους εδικούς του, και κοινώς η Εκκλησία καθόλου, καθώς εκ των Αγίων Αποστόλων, αυτήν την πράξιν παρέλαβον, ως προείπομεν, Και ο μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης αυτό τούτο παραδίδουν.

Ότι δε ωφελούν τας ψυχάς τα υπέρ αυτών υπό της Εκκλησίας γινόμενα, και από άλλα μεν πολλά τούτο δείχνεται, μάλιστα δε και εκ της Ιστορίας του Αγίου Μακαρίου. Διότι αυτός ο πατήρ ευρών ένα ξηρόν κρανίον ανδρός ασεβούς Έλληνος, εκεί που επήγαινεν εις τον δρόμον, ηρώτησεν αυτό ανίσως καμμίαν φοράν εις τον Άδην αισθάνονται καμμίαν παραμυθίαν. Και απεκρίθη το κρανίον λέγον, ναι, τίμιε πάτερ, πολλήν άνεσιν λαμβάνομεν, όταν υπέρ των κεκοιμημένων παρακαλής τον Θεόν, επειδή έκανε τούτο ο μέγας Μακάριος και τον Θεόν επαρακάλει, να του αποκαλύψη, ανίσως εκ των προσευχών αυτού, ελάμβαναν οι προκεκοιμημένοι καμμίαν ωφέλειαν. Αλλά και ο Γρηγόριος ο Διάλογος δια προσευχής τον βασιλέα Τραϊανόν έσωσεν, όμως ήκουσεν από τον Θεόν: δεύτερον να μη παρακαλέση υπέρ ασεβούς. Προς τούτοις έχομεν από την εκκλησιαστικήν ιστορίαν ότι και Θεοδώρα η Βασίλισσα εξήρπασε των βασάνων τον εικονομάχον Θεόφιλον τον άνδρα της, με τας εκτενείς προσευχάς και δεήσεις της Εκκλησίας και των Αγίων και Ομολογητών ανδρών. Βεβαιώνουν δε πολλοί μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας ως καλάς και ωφελίμους τας υπέρ των κεκοιμημένων γινομένας ελεημοσύνας, από τους οποίους ευθύς ένας ο Θεολόγος Γρηγόριος, εις τον επιτάφιον που κάνει εις τον αδελφόν του τον Καισάριον. Μετά τούτον ο μέγας Χρυσόστομος εν τη προς Φιλιππησίους ούτω λέγει: ας επινοήσωμεν δια τους κεκοιμημένους ωφέλειαν, ας δώσωμεν εις αυτούς την δυνατήν βοήθειαν, ελεημοσύνας λέγω και προσφοράς, ότι μεγάλην ωφέλειαν και πολύ το κέρδος προξενούν εις αυτούς τα παρ’ ημών γινόμενα.

Ότι όχι έτσι απλώς και ματαίως αυτά ενομοθετήθησαν, και εις την Εκκλησίαν του Θεού υπό των Ιερών Αποστόλων επαραδόθησαν, και επί των φρικτών Μυστηρίων να μνημονεύη ο Ιερεύς υπέρ των κεκοιμημένων. Και πάλιν ο αυτός χρυσούς Άγιος λέγει τέτοιας λογής εις την διαθήκην σου, βάνε συγκληρονόμον μαζί με τα παιδιά και με τους συγγενείς, και το όνομα του κριτού, και ο χάρτης ας έχει μέσα και την ενθύμησιν των πτωχών, και εγώ σου γίνομαι αυτών εγγυητής. Και ο Μέγας Αθανάσιος, καν εις τον αέρα ο ευσεβής τελειωθείς διελύθη, μην αποφεύγης από το να ανάπτεις εις τον τάφον του κερί και λάδι, παρακαλέσας Χριστόν τον Θεόν, ότι δεκτά είναι αυτά κοντά εις τον Θεόν, και πολλήν προξενούν την αντίδοσιν.

Έως να φθάση λοιπόν η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, όσα υπέρ των κεκοιμημένων γίνονται, ωφέλειαν προξενούν, κατά τους θείους Πατέρας, και μάλιστα εις εκείνους που είχαν πράξει ολίγα τινά καλά και εν μετανοία και εξομολογήσει εβγήκαν από την παρούσαν ζωήν. Ει δε λέγει κάποια τινά (καθώς πρέπει) η Θεία Γραφή, προς σωφρονισμόν των πολλών, αλλ’ ως επί το πλείστον, η φιλανθρωπία του Θεού νικά.

Πρέπει δε να ηξεύρωμεν, ότι μετά θάνατον, οι δίκαιοι όλοι θέλει γνωρίσουν αλλήλους, και όσους ήξευραν, και όσους πώποτε δεν είδον, καθώς λέγει ο θείος Χρυσόστομος, βεβαιώνοντας τον λόγον του, από την παραβολήν του Πλουσίου και του Λαζάρου. Όμως όχι από σωματικόν σημάδι, επειδή όλοι θέλουν έχει μίαν ηλικίαν, και τα φυσικά γνωρίσματα θέλουν λείψει, και με μόνον το διορατικόν χάρισμα της ψυχής, θέλουν γνωρίζονται, καθώς λέγει και ο Θεολόγος εν τω εις Καισάριον τον αδελφόν του επιτάφίον, τότε λέγων, Καισάριον όψομαι, φαιδρόν, ένδοξον, οίος μοι κατ’ όναρ πολλάκις εφάνης, αδελφών, φίλτατε. Τα ίδια λέγει και ο Μέγας Αθανάσιος εν τω υπέρ των κεκοιμημένων λόγω, ότι και πριν της κοινής αναστάσεως, οι Άγιοι έλαβον χάρισμα παρά Θεού, να γνωρίζουν αλλήλους και να συνεφραίνωνται, οι δε αμαρτωλοί και τούτου υστέρηνται. Εις δε τους Αγίους Μάρτυρας εδόθη, λέγει, το να εφορούν και τα παρ’ ημών τελούμενα, και να μας επισκέπτωνται εις τας ανάγκας μας. Εις δε την ημέραν εκείνην, όλοι θέλουν γνωρίσουν αλλήλους, όταν και τα κεκρυμμένα έχουν να φανερωθούν.

Πρέπει δε να ηξεύρωμεν ότι κατά το παρόν, ήτοι προ της κοινής αναστάσεως, αι ψυχαί των δικαίων εις κάποιους διορισμένους τόπους ευρίσκονται, και πάλιν των αμαρτωλών εις άλλο μέρος. Και οι μεν δίκαιοι με την καλήν τους ελπίδα χαίρουν, οι δε αμαρτωλοί με το να αναμένουν τα δεινά λυπούνται, επειδή οι Άγιοι δεν έλαβον ακόμα την επαγγελίαν των αγαθών, κατά τον θείον Απόστολον λέγοντα: του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσιν.

Ας μη νομίζη δε τις ότι όλοι εκείνοι που κρημνίζονται ή πνίγονται εις την θάλασσαν ή εις το πυρ καίονται και από τα λεγόμενα θανατικά ή από κρύον και πείναν εκτρίβονται, ας μη νομίζη, λέγω τις, ότι κατά προσταγήν Θεού ταύτα πάσχουν. Ότι τα έργα της Θείας Προνοίας άλλα γίνονται κατά το προηγούμενον θέλημα του Θεού, που λέγεται ευδοκία, και άλλα γίνονται κατά το δεύτερον, ήτοι επόμενον, που λέγεται παραχώρησις, και άλλα γίνονται προς είδησιν και σωφρονισμόν άλλων. Και ο μεν Θεός ως προγνώστης, πάντα βλέπει και πάντα γινώσκει, όσα μέλλουν να γίνουν, και με το θέλημα του γίνονται, είτε το προηγούμενον είτε το επόμενον, καθώς δια τα στρουθία λέγει το Ιερόν Ευαγγέλιον, όμως δεν ορίζει, τουτέστι δεν αποφασίζει έτσι ή έτσι να γίνουν, δηλαδή αυτός φερ’ ειπείν να πνιγή, εκείνος δε να αποθάνη με τον φυσικόν θάνατον ή ούτος μεν γέρων να αποθάνη, εκείνος δε νήπιον. Αλλα μίαν φοράν απεφάσισε τον καθολικόν και ανθρώπινον χρόνον, και τους διαφόρους τρόπους των θανάτων, και προορισμός δεν είναι ζωής. Eι δε και λέγει ο Μέγας Βασίλειος ζωής όρον, αλλά το γη ει και εις γην απελεύσει, δηλοί ο πατήρ. Διότι αν ήτον διωρισμένη η ζωή του καθενός ανθρώπου, διατί λέγει προς Κορινθίους ο Απόστολος, ότι με το να μεταλαμβάνετε αναξίως το Σώμα και Αίμα του Χριστού, δια τούτο εν ημίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι, και κοιμώνται ικανοί, ήτοι αποθνήσκουν πολλοί; Και διατί ο Δαβίδ λέγει, μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου; Και παλαιστάς έθου τας ημέρας μου. Και ο Σολομών, υιέ τίμα τον πατέρα σου, όπως έση πολυχρόνιος. Και πάλιν, ίνα μη αποθάνης εν ου καιρώ σου. Και εν τω Ιώβ, προς τον Ελιφάζ λέγει ο Θεός: εξωλόθρευσα αν υμάς, ει μη δια Ιώβ τον θεράποντά μου. Αλλά και από τούτο είναι φανερόν, πως δεν είναι διορισμένη η ζωή, διατί αν ήτον όρος ζωής, δια ποίαν αιτίαν παρακαλούμεν τον Θεόν και ιατρούς καλούμεν, και υπέρ των παιδιών ευχόμεθα, δια να ζήσουν;

Και τούτο δε τελευταίον πρέπει να ηξεύρωμεν, τα βεβαπτισμένα νήπια, αποθνήσκοντα, απολαύουν της τρυφής. Τα δε αφώτιστα και τα των εθνών ούτε εις τρυφήν ούτε εις την γέενναν υπάγουν. Αφού λοιπόν η ψυχή φεύγη από το σώμα, καμμίαν φροντίδα δεν έχει δια τα του κόσμου, αλλά μόνον δια τα εκεί φροντίζει.

Τρίτα δε μνημόσυνα ποιούμεν, ότι τη τρίτη ημέρα ο άνθρωπος αλλάζει την όψιν και μεταβάλλεται. Ένατα δε, ότι τότε όλη η πλάσις φθείρεται και μόνη μένει η καρδία. Τεσσαρακοστά δε, ότι και αυτή η καρδία απόλλυται, και η γέννησις δε ούτω προβαίνει. Τη τρίτη ημέρα σχεδιάζεται η καρδία. Τη ενάτη πήγνυται και γίνεται σάρκα, τη δε τεσσαρακοστή εις τελείαν όψιν καταντά. Δια ταύτην την αιτίαν κάνομεν των ψυχών τα μνημόσυνα, τας οποίας άμποτες να κατατάξη ο Δεσπότης Χριστός εν ταις των δικαίων Αυτού σκηναίς, και ημάς ελεήσαι, ως μόνος αθάνατος. Αμήν.

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Υμνολογική εκλογή.

ΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ

Δοξαστικόν των Εκεκραγαρίων. Ήχος πλ. δ’.

Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον, και ίδω εν τοις τάφοις κειμένην, την κατ’ εικόνα Θεού, πλασθείσαν ημίν ωραιότητα, άμορφον, άδοξον, μή έχουσαν είδος. Ώ του θαύματος! τί το περί ημάς, τούτο γέγονε μυστήριον! Πώς παρεδόθημεν τη φθορά; Πώς συνεζεύχθημεν τω θανάτω; Όντως Θεού προστάξει, ως γέγραπται, του παρέχοντος τοις μεταστάσι την ανάπαυσιν.

Θρηνώ και κλαίω απαρηγόρητα, όταν συνειδητοποιήσω το γεγονός του θανάτου, και δω να κείτεται στους τάφους η ωραιότητα του ανθρώπου, που πλάσθηκε σύμφωνα με την εικόνα του Θεού για χάρη μας, χωρίς μορφή, χωρίς δόξα, χωρίς να έχει είδος, σχήμα και ομορφιά. Τι θαύμα είναι αυτό? Πώς έγινε αυτό το μυστήριο, που έχει σχέση με μας τους ανθρώπους? Πώς παραδοθήκαμε στην φθορά και γίναμε ένα με τον θάνατο? Πραγματικά, τούτο συνέβη μόνο με την προσταγή του Θεού, όπως έχει γραφεί στην Παλαιά Διαθήκη, Αυτού που χαρίζει σε όσους έφυγαν από τούτη τη ζωή, την ανάπαυση.

ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΠΡΩΙ

Απολυτίκιον Ήχος πλ. δ’

Ο βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οικονομών, και το συμφέρον
πάσιν απονέμων μόνε Δημιουργέ, ανάπαυσον Κύριε τας ψυχάς των δούλων σου’ εν Σοί γάρ την ελπίδα ανέθεντο, τω ποιητή και πλάστη και Θεώ ημών.

Συ Κύριε, που με το βάθος της σοφίας Σου έχεις δημιουργήσει τα πάντα και τα κατευθύνεις με φιλανθρωπία και απονέμεις σε όλους ό,τι είναι συμφέρον, μόνε Δημιουργέ, ανάπαυσε και τις ψυχές των δούλων Σου, διότι σε Σένα, τον Δημιουργό και Πλάστη και Θεό μας, έχουν αποθέσει τις ελπίδες τους.

Κοντάκιον Ήχος πλ. δ’

Μετά των Αγίων ανάπαυσον Χριστέ, τας ψυχάς των δούλων σου, ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.

Μαζί με τους αγίους Σου ανάπαυσε, Χριστέ, τις ψυχές των δούλων Σου, εκεί όπου δεν υπάρχει οδύνη, λύπη και στεναγμός αλλά ατελείωτη ζωή.

Ο Οίκος

Αυτός μόνος υπάρχεις αθάνατος, ο ποιήσας και πλάσας τον
Άνθρωπον. Οι βροτοί ούν εκ γής διεπλάσθημεν, και εις γήν την αυτήν πορευσόμεθα, καθώς εκέλευσας ο πλάσας με, και ειπών μοι, Ότι γή εί, και εις γήν απελεύση, όπου πάντες βροτοί πορευσόμεθα, επιτάφιον θρήνον ποιούντες ωδήν το: Αλληλούϊα.

Συ Κύριε, είσαι ο μόνος αθάνατος, που έπλασες και δημιούργησες τον άνθρωπο. Οι θνητοί από τη γη πλασθήκαμε και στη γη θα επιστρέψουμε, όπως διέταξες Συ που με έπλασες και μου είπες: Είσαι γη και στη γη θα επιστρέψεις. Εκεί στη γη θα πορευθούμε όλοι ψάλλοντας σαν επιτάφιο ύμνο το : Αλληλούια.

Συναξάριον

Τη αυτή ημέρα (Σαββάτω μετά την Κυριακήν του ασώτου), μνείαν πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς, επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου, οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν.
Στίχοι
Αμνημόνησον πταισμάτων νεκροίς, Λόγε,
Τα χρηστά νεκρά σπλάγχνα σου μή δεικνύων.
Λησμόνησε για τους νεκρούς τα αμαρτήματα, Λόγε του Θεού, μη δείχνοντας νεκρά τα αγαθά Σου σπλάγχνα.

Τας των προαναπαυσαμένων ψυχάς κατάταξον, Δέσποτα Χριστέ, εν ταις των Δικαίων σου σκηναίς, και ελέησον ημάς, ως μόνος αθάνατος, Αμήν.

Εξαποστειλάριον. Ο ουρανόν τοις άστροις

Ο και νεκρών και ζώντων, εξουσιάζων ως Θεός, ανάπαυσον τους σούς δούλους, εν ταις σκηναίς των εκλεκτών. Ει γάρ και ήμαρτον Σώτερ, αλλ’ ουκ απέστησαν εκ σού.

Συ Κύριε, που ως Θεός εξουσιάζεις και τους νεκρούς και τους ζωντανούς, ανάπαυσε ανάμεσα στους εκλεκτούς Σου τους δούλους Σου, διότι αν και αμάρτησαν, δεν απομακρύνθηκαν από κοντά Σου.

Έτερον. Γυναίκες ακουτίσθητε.

Ανάπαυσον τους δούλους σου, εν χώρα ζώντων Κύριε, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη ομού και στεναγμός. Ίλαθι ως φιλάνθρωπος, άπερ εν βίω ήμαρτον’ μόνος γάρ αναμάρτητος, υπάρχεις και ελεήμων, νεκρών και ζώντων Δεσπότης.

Κύριε, ανάπαυσε τους δούλους Σου στη χώρα των ζώντων, απ’ όπου έχει αποδράσει κάθε οδύνη, λύπη μαζί και στεναγμός. Συγχώρησε σαν φιλάνθρωπος και όσα στη ζωή τους αμάρτησαν, διότι Σύ μόνον είσαι αναμάρτητος αλά και ελεήμων, Κύριος και Δεσπότης των νεκρών και των ζώντων.

Θεοτοκίον Όμοιον.

Μαρία θεονύμφευτε, Χριστόν απαύστως πρέσβευε, υπέρ ημών
των σών δούλων, σύν θεηγόροις Προφήταις, και των Μαρτύρων δήμοις τε, Ιεραρχών Οσίων τε, και πάντων τε των Δικαίων, συγκληρονόμους γενέσθαι, της ουρανών βασιλείας.

Μαρία νύμφη του Θεού, πρέσβευε ακατάπαυστα προς τον Χριςτό και Θεό μας για μας τους δούλους σου, μαζί με τους προφήτες, που κήρυτταν για τον Θεό και μαζί με τους δήμους των μαρτύρων και των ιεραρχών και των οσίων και όλων των δικαίων να γίνουμε συγκληρονόμοι με αυτούς της ουρανίου Βασιλείας του Θεού.

Δοξαστικόν των αίνων. Νεκρώσιμον. Ήχος β’.

Ως άνθος μαραίνεται, και ως όναρ παρέρχεται, και διαλύεται πάς
Άνθρωπος. Πάλιν δε ηχούσης της σάλπιγγος, νεκροί ως εν συσσεισμώ πάντες αναστήσονται, προς την σήν υπάντησιν Χριστέ ο Θεός. Τότε Δέσποτα, ούς μετέστησας εξ ημών, έν ταις των Αγίων σου κατάταξον σκηναίς, τα πνεύματα Δέσποτα των σών δούλων αεί.

Σαν λουλούδι μαραίνεται και σαν όνειρο φεύγει γρήγορα και διαλύεται κάθε άνθρωπος. Αλλά και πάλι όταν θα ηχήσει η σάλπιγγα της παρουσίας του Κυρίου, όλοι οι νεκροί σαν από σεισμό δυνατό θα αναστηθούν, για να Σε συναντήσουν, Χριστέ ο Θεός. Τότε, Δέσπότα, και όλους όσους από ανάμεσά μας πήρες και μετέφερες κοντά Σου, ανάπαυσέ τους στις σκηνές των αγίων Σου, και γενικώς, όλα τα πνεύματα των δούλων Σου πάντοτε.

Δοξαστικόν των αποστίχων. Νεκρώσιμον. Του Δαμασκηνού. Ήχος πλ. β’

Άλγος τω Αδάμ εχρημάτισεν, η του ξύλου απόγευσις, πάλαι εν Εδέμ, ότε όφις ιόν εξηρεύξατο’ δι’ αυτού γάρ εισήλθεν ο θάνατος, παγγενή κατεσθίων τον άνθρωπον. Αλλ’ ελθών ο Δεσπότης, καθείλε τον δράκοντα, και ανάπαυσιν ημίν εδωρήσατο. Προς αυτόν ούν βοήσωμεν: Φείσαι Σωτήρ, και ούς προσελάβου, μετά των εκλεκτών σου ανάπαυσον.

Εγινε για τον Αδάμ, τότε παλιά στην Εδέμ, πόνος, η δήθεν απόλαυση του καρπού, όταν δηλαδή το φείδι ξέχησε δηλητήριο από το στόμα του, διότι από αυτόν προήλθε ο θάνατος, που «κατάπιε» όλο το γένος των ανθρώπων. Αλλά αφού ήλθε στη γη ο Δεσπότης και Κύριός μας, κατανίκησε τον δράκοντα διάβολον και θάνατον και μας εχάρισε ανάπαυση. Προς Αυτόν λοιπόν τώρα ας βοήσουμε λέγοντας: Λύτρωσε, Σωτήρα μας, τις ψυχές, που πήρες κοντά Σου και ανάπαυσέ τες μαζί με τους εκλεκτούς Σου.

Καί νύν… Θεοτοκίον

Συ εί ο Θεός ημών, ο εν σοφία τα πάντα δημιουργών, και πληρών. Προφήτας εξαπέστειλας Χριστέ, προφητεύσαί σου την παρουσίαν, και Αποστόλους, κηρύξαί σου τα μεγαλεία. Και οι μέν προεφήτευσαν την έλευσίν σου, οι δέ τω Βαπτίσματι εφώτισαν τα έθνη, Μάρτυρες δέ παθόντες, έτυχον ών περ επόθουν. Και πρεσβεύει σοι ο χορός των αμφοτέρων, σύν τη Τεκούση σε, Ανάπαυσον ο Θεός, ψυχάς άς προσελάβου, και ημάς καταξίωσον της βασιλείας σου, ο Σταυρόν υπομείνας, δι’ εμέ τον κατάκριτον, ο λυτρωτής μου, και Θεός.

Συ Κύριε Θεέ μας, που τα πάντα με σοφία δημιουργείς και γεμίζεις με την παρουσία Σου, εξαπέστειλες στον κόσμο τους προφήτες Σου, για να προφητεύσουν την παρουσία Σου στον κόσμο σαν θεανθρώπου, και τους αποστόλους Σου, για νακηρύξουν τα μεγαλεία Σου. Και οι προφήτες μεν προφήτευσαν τον ερχομό Σου οι δε απόστολοι εφώτισαν τα έθνη με το βάπτισμα και οι μάρτυρες με όσα έπαθαν με τα μαρτύρια επέτυχαν αυτά που ποθούσαν. Έτσι, ο χορός όλων αυτών πρεσβεύει προς Εσένα, μαζί με την Θεοτόκο, που Σε εγέννησε: Ανάπαυσε λοιπόν, Κύριε ο Θεός, τις ψυχές που από τον κόσμο αυτόν πήρες κοντά Σου. Και εμένα αξίωσέ με να επιτύχω την Βασιλεία Σου, αν και είμαι άξιος να καταδικασθώ, Συ που για χάρη μου υπέμεινες τον σταυρό, Συ που είσαι ο Λυτρωτής και ο Θεός μου.

Απόδοση, Μοναχής Θεοδοσίας.