Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ


Aγαπητοί μου αδελφοί και φίλοι.


Χαίρετε.


Σε ερώτηση κάποιου φίλου, για το αν η περίοδος του βυζαντίου, ήταν μεσαίωνας και αν ήξεραν οι βυζαντινοί, να φτιάχνουν τίποτα άλλο εκτός από Εκκλησίες. Η προσωπική μου θέση και γνώμη ήταν ότι δεν ήταν μεσαίωνας, αλλά αντιθέτως υπήρξε, κοιτίδα πολιτισμού, που άνθισαν γραφές και τέχνες. Επισυνάπτω και μία εργασία του κυρίου Μεσσήνη Σταύρου για τις φυσικές επιστήμες του βυζαντίου.


Γόρτυνα 19/06/12 Π ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ      


 


ΜΕΣΣΗΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ


 


ΟΙ ΦΥΣΙΚΕΣ  ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ  ΣΤΗΝ  ΠΕΡΙΟΔΟ  ΤΟΥ  ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ




ΕΙΣΑΓΩΓΗ



Στην ιστορία του πνεύματος οι Βυζαντινοί χαρακτηρίζονται από την προσήλωση τους στα δεσμευτικού κύρους αρχαιοελληνικά πρότυπα και αυτό ισχύει φυσικά και για τις θετικές επιστήμες. Η αναμφισβήτητη προσφορά του Βυζαντίου ήταν η διαφύλαξη και η παράδοση όσων είχαν επιτευχθεί κατά την αρχαιότητα ως την εποχή που εμφανίστηκαν οι φυσικομαθηματικές επιστήμες των νεότερων χρόνων. Οι Βυζαντινοί δεν διακρίθηκαν για τις επιδόσεις τους στην θεωρία αλλά μάλλον για την πρακτική χρήση και εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων στον καθημερινό βίο, πράγμα που γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στην ιατρική και στην τεχνική.

              Γενικότερα η επιστημονική παρατήρηση της φύσης και η περιγραφή των παρατηρούμενων ήταν πράγματα που είχαν απασχολήσει τους Έλληνες και στην αρχαιότητα .Ειδικά από τον Αριστοτέλη έχουμε πολλά έργα που ασχολούνται με την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, ενώ επίσης έχουμε προσωπικότητες που διακρίθηκαν σε πολλές επιστήμες όπως στην ιατρική, την βοτανική, την ορυκτολογία και την αστρονομία .

            Το ενδιαφέρον των μετέπειτα γενεών, ιδιαίτερα στους αυτοκρατορικούς και βυζαντινούς αιώνες, στρεφόταν κυρίως σε πρακτικά προβλήματα όπως τη χρησιμοποίηση των φυτών στην ιατρική, των ζώων στο κυνήγι και στην γεωργία και σε ό,τι ήταν θαυμαστό και εντυπωσιακό. Γι’ αυτό κατά την βυζαντινή περίοδο τα μαθηματικά, η αστρονομία, η ιατρική, η βοτανολογία, η ζωολογία και η αλχημεία παρουσιάζουν ιδιαίτερη άνθηση. Παράλληλα πλήθος επιστημόνων ασχολείται με τις επιστήμες αυτές και τα ονόματά τους παραμένουν στην ιστορία για την συμβολή τους σε αυτές και το μεγάλο έργο τους.





Η  ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ , ΤΑ  ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ  ΚΑΙ  Η  ΙΑΤΡΙΚΗ  ΣΤΟ  ΒΥΖΑΝΤΙΟ



Η πίστη ότι τα ουράνια σώματα και προπάντων οι πλανήτες και τα ζώδια επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη μοίρα του ανθρώπου έμεινε για πολλούς αιώνες ανεκρίζωτη, παρά τους αγώνες της εκκλησίας. Η αστρολογική γραμματεία από το απλό ωροσκόπιο έως τα εγχειρίδια αστρολογίας, ήταν τόσο δημοφιλής ώστε να έχουν διασωθεί τέτοια κείμενα ακόμη και σήμερα σε εκατοντάδες χειρόγραφα.

            Η αστρονομία και τα μαθηματικά ήταν στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Από τη μια ο αστρονόμος ήταν πάντα αναγκασμένος να στηρίζει την αστρονομική του εργασία σε μαθηματικές γνώσεις και από την άλλη οι μαθηματικοί στρέφονταν κατά κανόνα  με ιδιαίτερη προθυμία προς τα αστρονομικά ζητήματα, την εξέταση των οποίων επέτρεπαν οι γνώσεις τους σε τριγωνομετρία και σφαιρική γεωμετρία.

            Οι καταπιεσμένοι άνθρωποι κάθε φορά που τους έλειπε ένα γνήσιο μεταφυσικό έρεισμα, ζητούσαν βοήθεια στα άστρα και τους δαίμονες. Σκοπός τους ήταν πάντα να μεταθέσουν σε κάποια υπερκόσμια δύναμη τη λήψη των αποφάσεων για τις τυχόν ενέργειές τους, που συχνά κάθε άλλο πάρα σπουδαίες ήταν, όπως για παράδειγμα όταν ήθελαν να μάθουν ποια ημέρα της εβδομάδας και κάτω από ποιες συνθήκες θα ήταν καλό να ταξιδέψουν ή αν θα έπρεπε ή όχι να προβούν σε οικονομικές συναλλαγές.

            Είναι ευκολονόητο ότι στο Βυζάντιο οι περίοδοι έντονης ενασχόλησης με τα μαθηματικά και την αστρονομία συμπίπτουν με τις εποχές της βυζαντινής ιστορίας κατά τις οποίες ο πνευματικός και ο υλικός πολιτισμός βρίσκονταν σε άνθιση. Το ενδιαφέρον για τις επιστήμες αυτές στους πρωτοβυζαντινούς αιώνες προερχόταν πρώτα από τους νεοπλατωνικούς που χρησιμοποιούσαν τα μαθηματικά για προπαιδευτική διδασκαλία και μετά από τους ανθρώπους των πρακτικών εφαρμογών, τους αρχιτέκτονες και τους μηχανικούς.

            Κατά την τελευταία περίοδο της Εικονομαχίας απέκτησε φήμη ο ξακουστός μαθηματικός και φιλόσοφος Λέων, ο οποίος για να παραστήσει γενικές αριθμητικές σχέσεις, χρησιμοποιούσε γράμματα του αλφαβήτου με αξία γενικών αριθμών. Αυτό υπήρξε η προϋπόθεση για τη δημιουργία των νεότερων μαθηματικών στη μορφή που τους έδωσαν ο Φερμά και ο Καρτέσιος το 17ο αιώνα. Ειδικά για την παράδοση των αρχαίων μαθηματικών και της αστρονομίας η συμβολή του Λέοντα είναι ανεκτίμητη. Ο ίδιος αν και άνθρωπος με έξοχη κατάρτιση και εγκυκλοπαιδικότητα δεν κατάφερνε να αντισταθεί στον πειρασμό να καταφύγει στα άστρα και στις μαντείες για να βρει επικουρία.

            Το 13ο αιώνα λαμπρή προσωπικότητα στο χώρο των μαθηματικών είναι ο Γεώργιος Παχυμέρης.[1] Κύρια προσφορά του Παχυμέρη στις φυσικομαθηματικές επιστήμες θα πρέπει να θεωρήσουμε την ‘Τετράβιβλό’ του με την οποία έγινε σκαπανέας για την εποχή των Παλαιολόγων.

            Στο πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα η μεγαλύτερη προσωπικότητα στο Βυζάντιο, πνευματικά και πολιτικά ήταν αναμφίβολα ο Θεόδωρος Μετοχίτης. Εκτός από τις φιλοδοξίες του στον κοινωνικό και λογοτεχνικό τομέα, τον διέκρινε η δίψα εκείνη για μάθηση που ανέκαθεν χαρακτήριζε τους Έλληνες όταν επρόκειτο να κατακτηθεί ένα καινούργιο και ως τότε άγνωστο γνωστικό πεδίο. Ο Μετοχίτης μαζί με τον μαθητή του Νικηφόρο Γρηγορά μπορούσαν να εκτιμήσουν την αξία των καλών χειρογράφων για την παράδοση των κειμένων και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στις φυσικομαθηματικές επιστήμες μεριμνώντας για την αποκατάσταση των χειρογράφων αυτών και στην συγκέντρωση και φύλαξή τους.

            Ο διάλογος ‘Έρμιππος’ ( ή περί αστρολογίας ) που από άποψη ύφους μπορεί να καταταχθεί στις δημοφιλείς στο Βυζάντιο απομιμήσεις του Λουκιανού προωθεί μια στάση προς την αστρολογία παρόμοια με εκείνη που κρατούσαν οι περισσότεροι μορφωμένοι Βυζαντινοί, προσωπικότητες όπως ο Μιχαήλ Ψελλός , ο Μετοχίτης και ο Γρηγοράς. Ξεκινώντας από τη θέση ότι ούτε τα ουράνια σώματα δεν ήταν αΐδια και ότι υπήρχε επικοινωνία των άνω και κάτω, γινόταν μεν παραδεκτό πως τα άστρα και οι αστερισμοί που αυτά σχημάτιζαν μπορούσαν να προαναγγείλουν γεγονότα, η διάγνωση όμως των γεγονότων αυτών προϋπέθετε ειδικές γνώσεις αστρονομίας. Η αστρονομία των καταρχών, που έλεγε ότι ακόμη και η παραμικρή απόφαση στη ζωή των ανθρώπων πρέπει να στηρίζεται στην παρατήρηση των αστερισμών, είχε απορριφθεί κατηγορηματικά και από τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν πιο πάνω και από τον συγγραφέα του ‘Ερμίππου’.

            Το αστρονομικό-αστρολογικό «κύμα» της τελευταίας περιόδου του Βυζαντίου έφτασε στο υψηλότερο σημείο του με την ‘Τρίβιβλο’ του Μελιτηνιώτη[2] αν και τις επόμενες δεκαετίες έχουμε την παρουσία του Αβραμίου γύρω από τον οποίο υπήρχε αστρολογική σχολή. Ο ίδιος μαζί με τον Ελευθέριο Ηλείο αντέγραφαν χειρόγραφα και δημιούργησαν ένα συγκεντρωτικό αστρολογικό χειρόγραφο. Ο Αβράμιος είχε σταλεί και στην Αλεξάνδρεια για να προμηθευτεί φάρμακα και έτσι εμφανίζεται να αναπτύσσει ιατρικές δραστηριότητες.

            Πολλοί γιατροί της βυζαντινής περιόδου έχουν να επιδείξουν μεγάλη πρόοδο σε σχέση με τους γιατρούς της αρχαίας περιόδου όπως ήταν ο Ιπποκράτης και ο Γαληνός. Η πρώτη μεγάλη συγκέντρωση ιατρικής γνώσης στην βυζαντινή περίοδο έγινε από τον Ορειβάσιο, ο οποίος σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και ασχολήθηκε με τα έργα του Γαληνού, του ανθρώπου που θεωρείται ότι τελειοποίησε την ιπποκρατική ιατρική. Ο Ορειβάσιος που συνόδευσε και τον αυτοκράτορα Ιουλιανό στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών και τον φρόντισε και την ώρα του θανάτου του έγραψε ένα εγχειρίδιο διδασκαλίας προορισμένο για ειδικούς. Το εγχειρίδιο αυτό έδινε βάση στη φαρμακευτική και την διαιτητική θεραπευτική ενώ δεν συμπεριλάμβανε την χειρουργική. Οι πιο σημαντικές επιτομές του Ορειβασίου ‘Σύνοψις’ και ‘Τα Ευπόριστα’, διαδόθηκαν στη Δύση σε λατινικές μεταφράσεις με συνέπεια να ασκήσουν την επίδρασή τους στη δυτική ιατρική.

            Όπως στον 4ο αιώνα δεσπόζει ο μεγάλος γιατρός Ορειβάσιος έτσι και στον 6ο αιώνα δεσπόζει ο Αέτιος ο Αμιδηνός με μια μεγάλη ιατρική επιτομή και το σπουδαίο έργο του ‘Τετράβιβλος’ με πλούσιο ιατρικό περιεχόμενο. Αξιοσημείωτα είναι τα θαυματουργά φάρμακα και οι δεισιδαιμονικές συνταγές που παρουσιάζονται εδώ για πρώτη φορά και μπορούσαν να διαφωτίσουν και να προειδοποιήσουν το κοινό σχετικά με τους αγύρτες θεραπευτές της εποχής. Μια γενιά μετά τον Αέτιο έχουμε την παρουσία του Αλέξανδρου από τις Τράλλεις, ο οποίος συγκέντρωσε πλούσιες εμπειρίες από μεγάλα ταξίδια στην δυτική Μεσόγειο και εγκαταστάθηκε τελικά στη Ρώμη, όπου άσκησε την ιατρική ως τα βαθιά του γεράματα. Η μορφή ενός τμήματος των συγγραμμάτων του αφήνει να συμπεράνουμε ότι είχε και διδακτική δραστηριότητα. Το κύριο έργο του Αλεξάνδρου είναι τα ‘Θεραπευτικά’ που αποδίδονται σε δώδεκα βιβλία και αφορούν την παθολογία και την θεραπευτική των εσωτερικών παθήσεων. Τον Αλέξανδρο χαρακτηρίζουν προσεκτική διαγνωστική και αιτιολογική θεραπευτική. Συνιστά τα φάρμακα παίρνοντας πάντα υπόψη του την θεραπευτική δύναμη της φύσης. Προτιμά την δίαιτα και τα λουτρά από τις δραστικές θεραπευτικές αγωγές. Αντιτίθεται στην άμεση χειρουργική επέμβαση και την υπερβολική χρήση φαρμάκων καθώς επίσης θεωρεί την πρόληψη βασικό καθήκον του γιατρού.

            Διάφορα σημαντικά συγγράμματα επίσης συνδέονται με το όνομα του Θεόφιλου του πρωτοσπαθάριου ή αρχιάτρου ή μοναχού ή φιλοσόφου[3], ο οποίος μας άφησε πέντε πολύ σπουδαία έργα. Το σύγγραμμα ‘Περί ούρων’ έγινε υπόδειγμα για πάρα πολλές επεξεργασίες του ίδιου θέματος στο Βυζάντιο. Άλλα κείμενά του ήταν το ‘Περί της του ανθρώπου κατασκευής’, το ‘Περί της των πυρετών διαφοράς’ και το ‘Περί σφυγμών’, το περιεχόμενο των οποίων βασιζόταν κυρίως στον Γαληνό και στον Ιπποκράτη.

            Τα ευρύτατα ενδιαφέροντα του Μιχαήλ Ψελλού, βλέπουμε από τα κείμενά του, επεκτείνονται και στην ιατρική. Ασχολήθηκε  ιδιαίτερα με τη γλωσσική πλευρά της ιατρικής ορολογίας. Στο έργο του ‘Περί λουτρού’ υπογραμμίζει την αξία του λουτρού για την υγεία του ανθρώπου αλλά καταδικάζει την πολυτέλειά του. Επίσης στο έργο του ‘Περί διαίτης’ , πραγματεύεται τις φυτικές και ζωικές τροφές και την επίδρασή τους στην ανθρώπινη φύση και υγεία. Στο ιστορικό του έργο ο Ψελλός περιγράφει την ποδάγρα του Κωνσταντίνου Θ’ και την πλευρίτιδα του Ισαάκιου Κομνηνού. Συχνά καλούσαν και τον ίδιο για διάγνωση σε κρεβάτια αρρώστων ενώ το όνομά του χρησιμοποιήθηκε από πολλούς αντιγραφείς για να δώσει κύρος σε απλοϊκά γιατροσόφια και άλλα κείμενα με περισσότερο ή λιγότερο ιατρικό ενδιαφέρον.

            Στη μέση και ύστερη βυζαντινή ιατρική φαίνεται ότι το βάρος της θεραπείας μετατίθεται όλο και περισσότερο στη διδασκαλία περί φαρμάκων. Ο Θεοφάνης Νόννος για παράδειγμα προτιμά τη φαρμακευτική θεραπεία από τις χειρουργικές επεμβάσεις.

            Για την ιστορία της μεσαιωνικής ιατρικής η προσφορά των βυζαντινών συνίσταται κατά πρώτο λόγο στη διατήρηση και παράδοση της αρχαίας κληρονομιάς μια και οι μεγάλοι ερανιστές της πρώιμης βυζαντινής εποχής παρουσιάζουν τον ιπποκρατισμό και γαληνισμό με μια περισσότερο εποπτική και εύχρηστη μορφή. Κατά δεύτερο λόγο οι βυζαντινοί στους μέσους και ύστερους αιώνες έπαιζαν συνεχώς το ρόλο του μεσάζοντα ανάμεσα στην ανατολική και δυτική ιατρική, έπαιρναν όμως και οι ίδιοι νέα ερεθίσματα από την Ανατολή και τη Δύση. Αυτό ισχύει κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή, ιδιαίτερα για τη διδασκαλία περί φαρμάκων, που από το 13ο αιώνα πρόβαλλε όλο και περισσότερο στο προσκήνιο. Η χειρουργική πρακτική έφτασε επανειλημμένα σε μεγάλο βαθμό αυτοτέλειας ενώ κατόρθωναν με εντυπωσιακό τρόπο να παρουσιάζουν θέματα από την παθολογία και τη θεραπευτική. Ιδιαίτερα ένδοξη σελίδα της βυζαντινής ιατρικής πρέπει να θεωρήσει κανείς την ανάπτυξη των νοσοκομείων, που ειδικά με την ανάμειξη της εκκλησίας , το Βυζάντιο απέκτησε με την πάροδο των αιώνων νοσοκομεία και υγειονομική υπηρεσία που δεν θα μπορούσε καν να ονειρευτεί η μεσαιωνική Δύση. Το αποκορύφωμα αυτής της ανάπτυξης αποτελεί το περίφημο ίδρυμα του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού στο συγκρότημα της μονής Παντοκράτορος. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι υπήρχε συστηματική φροντίδα για την εκπαίδευση των γιατρών στα νοσοκομεία αυτά.

 



Η  ΑΛΧΗΜΕΙΑ



            Πολύ εύστοχα, πριν από εκατό χρόνια, η αλχημεία χαρακτηριζόταν ως «ιστορία μιας πλάνης». Η επιστήμη της αλχημείας ήταν στενά συνδεδεμένη με τις μεσαιωνικές θεωρίες περί σωματοειδούς ουσίας και μείξης. Μέσα σε δύο χιλιετίες οι αλχημιστές δεν κατάφεραν να φέρουν σε ένα πρακτικό αποτέλεσμα την τέχνη της κατασκευής χρυσού και αργύρου, για την οποία αγωνίζονταν. Η αλχημεία ήταν ταυτοχρόνως εμπειρική τέχνη, η οποία εξηγούσε και καθοδηγούσε αυτή την προσπάθεια[4]. Δηλαδή οι αλχημιστές προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τη συνταγή του «ελιξιρίου» ή της «φιλοσοφικής λίθου» , μια ουσία για την οποία πίστευαν ότι είχε τη δύναμη να διαπερνά τα ευτελή μέταλλα και να τα μετατρέπει σε χρυσό. Στη διάρκεια αυτών των προσπαθειών, οι αλχημιστές επεξεργάστηκαν πολλές χημικές διεργασίες. Κατασκεύασαν επίσης τα αναγκαία όργανα όπως μια μεγάλη ποικιλία καμινιών, τον αποστακτικό λέβητα και διάφορες φιάλες για ανάμειξη, τήξη και συλλογή αλχημικών ουσιών. Η ελληνική αλχημεία θεμελιώθηκε με την εφεύρεση του αποστακτήρα και την ανακάλυψη των χημικών ιδιοτήτων του θείου.

            Κατά τους αιώνες της ύστερης αρχαιότητας , κατά τους οποίους δημιουργήθηκε το ελληνικό αλχημικό corpus, δεν υπήρχε ουσιαστικά πρακτική εφαρμογή των πολυάριθμων συνταγών για την παρασκευή χρυσού και αργύρου. Ακόμη και τις επόμενες περιόδους, και κατά τους βυζαντινούς χρόνους, τα πάντα σχετικά με την αλχημεία παραμένουν τόσο αόριστα και ασαφή όσο και στους αρχαίους χρόνους.

            Από το Μιχαήλ Ψελλό έχουμε μια επιστολή, στον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλλάριο, σχετικά με την παρασκευή χρυσού στην οποία εξηγεί τις μεταμορφώσεις της ύλης και τις αλλαγές στη φύση αναφερόμενος στις αναμείξεις των τεσσάρων στοιχείων και υπογραμμίζει τη φυσική τους αιτιολογία ενώ αρνείται κατηγορηματικά κάθε είδους μαγεία.

Μπορεί η ενασχόληση των περισσότερων ειδικών με την αλχημεία να παρέμεινε στο πλαίσιο της θεωρίας, το ενδιαφέρον ωστόσο για την αλχημεία και τις απόκρυφες επιστήμες κατά τους ύστερους βυζαντινούς αιώνες δεν ελαττώθηκε. Ο Lagercrantz , εξαίρετος γνώστης του θέματος πίστευε ότι οι βυζαντινοί δεν αντέγραψαν μόνο τις αρχαίες συνταγές αλλά πρόσθεσαν και πολλά δικά τους στοιχεία[5].







  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ




·         Herbert Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία , τόμος Γ΄ , Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης , Αθήνα 1994

·         N. G. Wilson, Οι λόγιοι στο Βυζάντιο , εκδ. Καρδαμίτσα , Αθήνα 1991

·         Μιχαήλ Ψελλός , Χρονογραφία , Μτφρ. Αλόη Σιδέρη , εκδ. Άγρα , 1993

·         David C. Lindberg , Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης , Μτφρ. Ηλίας Μαρκολέφας , Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π. , β΄ έκδοση , 2003

 






[1] Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310) Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον Γεώργιο Ακροπολίτη (καθηγητής φιλοσοφίας, νικομάχειας αριθμητικής και ευκλείδειας γεωμετρίας στην Κωνσταντινούπολη με εντολή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ )και κατόπιν στράφηκε στη σταδιοδρομία του κληρικού

[2] Ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης (περίπου 1310-μετά το 1388) είχε μελετήσει την περσική και την αραβική αστρονομική γραμματεία καθώς και τα πρωτότυπα κείμενα του Ευκλείδη, του Πτολεμαίου και του Θέωνα και έγινε γνωστός με μία εκτενή και χαρακτηριζόμενη από συνοχή αστρονομία στο έργο του με τίτλο ‘Τρίβιβλος αστρονομική’.

[3] Ο χαρακτηρισμός πρωτοσπαθάριος ήταν αυλικό τιμητικό αξίωμα. Δεν ήταν ξένο προς τις βυζαντινές συνήθειες αν ένας πρωτοσπαθάριος και αυλικός γιατρός έμπαινε αργότερα σε μοναστήρι με συνέπεια να ονομαστεί από τους αντιγραφείς μοναχός ή φιλόσοφος. Έτσι οι διάφορες ονομασίες που εναλλάσσονται στα διάφορα χειρόγραφα ως Θεόφιλος πρωτοσπαθάριος και αρχίατρος, Θεόφιλος μοναχός και Θεόφιλος φιλόσοφος είναι δυνατόν να ταυτίζονται.

[4] David C. Lindberg, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, Μτφρ. Ηλίας Μαρκολέφας , Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π , β΄ έκδοση , 2003 , σελ. 408

[5] Herbert Hunger , Βυζαντινή Λογοτεχνία , τόμος Γ΄, Μ.Ι.Ε.Τ. , Αθήνα 1994 , σελ. 100